Γράφει η Βασιλική Λάζου
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 83 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, τον μεγαλειώδη αγώνα του Κρητικού λαού ενάντια στη ναζιστική εισβολή. Τι οδήγησε τους Κρητικούς να πάρουν τα τουφέκια τους και να πολεμήσουν αψηφώντας μια στρατιωτική μηχανή η οποία είχε κατακτήσει ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη και φάνταζε ανίκητη; Είναι η «αντιστασιακή φύση του ελληνικού έθνους», όπως έγραφε πριν από 30 χρόνια ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος; Η Αντίσταση «ως συνεχή αντίθεση εναντίον κάθε θεσμού ο οποίος είναι ξένος από εκείνο τον οποίο πιστεύεις, τον οποίο θέλεις»; Είναι το αγωνιστικό φρόνημα του Κρητικού λαού και η μακρόχρονη πολιτιστική και πολιτική παράδοση του ένοπλου αγώνα απέναντι σε κάθε εισβολέα;
Ξαναζώντας μέσα από τις μαρτυρίες τις ημέρες της ναζιστικής εισβολής στην Κρήτη, ένα μήνα ύστερα από την πτώση της Αθήνας, όταν υπήρχε μόνο προοπτική δεινών και ο φασισμός έμοιαζε ακλόνητος, αυτό που αναδεικνύεται είναι ο αυθόρμητος ξεσηκωμός του Κρητικού λαού. Τα αποσπάσματα από 18 προφορικές μαρτυρίες που εντάσσονται στο κείμενο συλλέχθηκαν το 2005 για λογαριασμό του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης Θερίσου. Αφορούν κυρίως την περιοχή των Χανίων και προέρχονται από πληροφορητές που συμμετείχαν εκτός από τη Μάχη της Κρήτης και στο αντιστασιακό κίνημα που ακολούθησε ενταγμένοι στις ΕΑΜικές οργανώσεις. Κάποιοι μάλιστα ως προβεβλημένα στελέχη τους.
Λίγο πριν οι Γερμανοί καταλάβουν την Αθήνα, στις 25 Απριλίου 1941, ο Χίτλερ ενέκρινε την «Επιχείρηση ΕΡΜΗΣ», την αεραποβατική κατάληψη της Κρήτης, του τελευταίου ελεύθερου ελληνικού εδάφους. Η άμυνα του νησιού βασίζονταν σύμφωνα με τα ελληνικά προπολεμικά σχέδια κυρίως στη 5η Μεραρχία («Κρήτης»). Με την έναρξη όμως του ελληνοϊταλικού πολέμου οι ανάγκες επέβαλαν τη μετακίνησή της στο μέτωπο της Αλβανίας, επιχείρηση που ολοκληρώθηκε χωρίς απώλειες τον Νοέμβριο 1940.
Με δεδομένη την απουσία των Κρητών στρατιωτών την υπεράσπιση της Κρήτης ανέλαβαν όσοι Έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί, όσοι έφτασαν εκεί από την ηπειρωτική Ελλάδα μετά τη συνθηκολόγηση, ανάμεσα στους οποίους και 300 της Σχολής Ευελπίδων που στασίασαν, οι δυνάμεις της χωροφυλακής καθώς και 45.000 περίπου Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί που είχαν διαπεραιωθεί στη Μεγαλόνησο τις προηγούμενες μέρες.
Η τότε ελληνική κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, συνέχεια της δικτατορίας του Μεταξά, δεν είχε την πρόθεση ούτε μπορούσε να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα εκείνων των ημερών. Οι προετοιμασίες για την αντιμετώπιση της εισβολής ήταν βεβιασμένες και ελλιπείς.
Δύο μόνο ημέρες ύστερα από την εισβολή των αλεξιπτωτιστών, εξάλλου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β, ο πρωθυπουργός Εμ. Τσουδερός και οι υπουργοί του εγκατέλειπαν το πεδίο της μάχης και επιβιβαζόντουσαν σε βρετανικά πλοία θέτοντας τον εαυτό τους μακράν του εχθρού. Είναι ο ίδιοι, μαζί με τους εκπροσώπους της αστικής τάξης που εκπροσώπευαν που θα αξιώσουν την πανηγυρική επιστροφή τους μετά την Απελευθέρωση, σαν να μην είχε συμβεί η κοσμογονία της Αντίστασης, για να ξαναπιάσουν από εκεί που άφησαν το νήμα της εξουσίας πάνω στο λαό που εγκατέλειψαν. Απούσα η ηγεσία της χώρας – έστω και αυτή η νόθα, η αυθαίρετη, η διορισμένη από το βασιλιά ηγεσία. Παρόντες όμως χιλιάδες Κρητικοί, γέροι, νέοι, γυναίκες και παιδιά που έδωσαν, ο καθένας με τον τρόπο του, το αγωνιστικό παρόν
Από τις 14 Μαΐου, οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τα Χανιά, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο, το Μάλεμε και τη βάση της Σούδας. Η εμπειρία του βομβαρδισμού αποτυπώνεται γλαφυρά σε όλες τις μαρτυρίες. Η Κούλα Χατζηαγγελή, 20 χρονών κοπέλα τότε από το Γαλατά βρέθηκε με την οικογένειά της στο κέντρο της μάχης. Μας αφηγείται: «Τα αεροπλάνα τα βλέπαμε. Ερχότανε αυτά τα πελώρια, τα στούκας και λέγαμε μπα. Θα μας κουτουλήσει το σπίτι για να περάσει. Τόσο χαμηλά. Πολυβόλα, εν τω μεταξύ, μπαμ, μπαμ, συνέχεια. Είχαμε τρελαθεί. Δεν μπορούσαμε να κρυφτούμε πουθενά. Όταν πλησιάζανε το σπίτι, εκάνανε τη στροφή και το περνούσαν. Που να κρυφτούμε;»
Οι συνεχόμενοι βομβαρδισμοί ανάγκασαν τους κατοίκους να φύγουν από τις πόλεις και τα χωριά του κάμπου και να αναζητήσουν καταφύγιο στα ορεινά. Ο Γιώργος Αρεκλάκης από τον Αλικιανό θυμάται: «Χιλιάδες αεροπλάνα. Ο ουρανός δεν έδειχνε. Από του Βατολάκκου τη μεριά ερχόταν κατά κύματα και ξαπολούσαν εδώ στον Κερίτη. Στην αρχή μόνο επολυβολούσανε για εκφοβισμό στην αρχή. […] Όλο το Αλικιανό έφυγε, γιατί φοβήθηκε. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοια πράγματα οι Χανιώτες, οι Έλληνες γενικά». Οι κάτοικοι τελικά κατέφυγαν στα «πανωμέρια», τα ορεινότερα χωριά της περιοχής.
Στις 20 Μαΐου οι βομβαρδισμοί εντάθηκαν και το ξημέρωμα άρχισε η ρίψη αλεξιπτωτιστών στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και, αργότερα το απόγευμα, στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Το θέαμα προκάλεσε εντύπωση ιδίως στις γυναίκες και τα παιδιά αλλά και σε όσους δεν είχαν εμπειρία τέτοιου είδους πολέμου. Αφηγείται η Στέλλα Λεβεντάκη, απόταΚεραμειά:«Εκεί ήτονε σε μια κορυφή το σπίτι και όταν πέφταν οι αλεξιπτωτισταί δεν ξέραμε βέβαια τι ήτανε αλλά βλέπαμε, ακούαμε τα αεροπλάνα, εβλέπαμε και πέφτανε κάτι ομπρέλες. Μετά εμάθαμε ότι πέσαν στην Αγιά και σε όλο τον κάμπο που πέσανε».
Αυτό όμως που έδωσε ιδιάζοντα χαρακτήρα κατά τις ημέρες της άμυνας, αυτό που αποτέλεσε την καινοτομία, υπήρξε κατά τη διατύπωση της εκθέσεως της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη «η γενική εξέγερση των κατοίκων, οι οποίοι βοηθούμενοι και από γυναίκες και οπλισμένοι με ότι πρόχειρο βρέθηκε στα χέρια τους, με παλιά όπλα, αξίνες και ράβδους ακόμα πάλευαν απεγνωσμένα κατά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών υπερασπιζόμενοι το πάτριο έδαφος».
«Όμως ξέρετε τον Κρητικό ότι είναι τρελός για τέτοια πράγματα, για την ελευθερία του. Σε χρόνο μηδέν μαζευτήκανε, κάνανε μπουλούκια, μπουλούκια οι ελεύθεροι σκοπευτές οι λεγόμενοι, οι περιβόητοιελεύθεροι σκοπευτές, μέσα από δω μέσα από το χωριό και αρχίσανε και γυρίζανε όλη την περιφέρεια του χωριού για να κυνηγούν τους Γερμανούς, αφηγείται η Άννα Ταπεινάκη- Λουπασάκη από το Γαλατά.
Και ο Γιάννης Αλιφιέρης, δάσκαλος από την Παλιόχωρα, 22 χρονών τότε: «χαρακτηριστικά θυμούμαι από το Προδρόμι ένας νεαρός 17-18 και είχε φτιάξει ένα ραβδί σα σπάθη, σα σπαθί μακρύ ραβδί. Τα λέγανε σπαθοράβδια και το βάστα σα όπλο. Δεν είχε τουφέκι ο κακόμοιρος, τίποτε. Γιατί δυστυχώς η δικτατορία Μεταξά είχε μαζέψει τα όπλα και όλα και τα χαν παραδώσει και ο πατέρας μου είχε ένα παλιό γκρα από την Επανάσταση του ’97 και λοιπά που χε λάβει μέρος και το παρέδωσε. Βαστούσε λοιπόν και του λέει κάποιος εκεί ‘Τι μωρέ τούτο; Με τούτο να θα πολεμήσεις τους Γερμανούς; Με τούτονε θα βρω τουφέκι από τσι Γερμανούς’ Μου κανε εντύπωση η απάντηση του νεαρού αυτού παιδιού».
«Θυμάμαι αξέχαστα», αφηγείται ο Αντώνης Σαριδάκης από το Νιο Χωριό Αποκορώνου, ξεκινήσαμε από το χωριό με τσεκούρια και μαχαίρια που κρατούσαμε ας πούμε και πήγαμε λέει να συναντήσουμε…»
Στη Μάχη συμμετείχαν και οι εξόριστοι κομμουνιστές που είχαν δραπετεύσει από τη Φολέγανδρο και την Κίμωλο. Το ενωτικό κάλεσμα του Μιλτιάδη Πορφυρογένη, πρώην βουλευτή του Παλλαϊκού Μετώπου, πάνω στη γραμμή του πρώτου γράμματος του Νίκου Ζαχαριάδη, όριζε ως καθήκον του κάθε Έλληνα «να σταθή άξιος στρατιώτης του μεγάλου και ιστορικού αυτού αγώνα που οι συνέπειές του για το μέλλον του ελληνικού λαού θα ναι τεράστιες» χωρίς διαφωνίες ή επιφυλάξεις. Ως απαραίτητη προϋπόθεση έθετε «να δημιουργηθεί μια πραγματική εθνική ενότητα από όλους τους Έλληνες που τίμια και ειλικρινά ήρθαν να συμμετάσχουν στον αγώνα ανεξάρτητα από καταγωγή ή πολιτικά φρονήματα».
«Τα μέλη της ΟΚΝΕ [Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας] πήραν μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Συγκεκριμένα εγώ πήρα μέρος με μια ομάδα χωροφυλάκων και με έναν συνεργάτη τον Αντώνη Χατζή πήρα μέρος στη Μάχη στο Προφήτη Ηλία με ομάδα χωροφυλάκων… Εγώ είχα ένα γκραδάκι, το οποίο είχε κληρονομήσει ο πατέρας μου από τον πατέρα του και έπαιρνε μόνο μία σφαίρα η οποία ήταν στο πάχος σα 5 άλλες σφαίρες» αφηγείται ο Γιώργος Βαγιάκης από το Βαφέ, γραμματέας της ΟΚΝΕ Χανίων.
Στον αντίποδα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου που αρνήθηκε να νομιμοποιήσει και να οπλίσει τη λαϊκή συμμετοχή κατά τη δεκαήμερη μάχη παρά το στρατιωτικό αλλά και πολιτικό αίτημα για τον εξοπλισμό όσων μπορούσαν να κρατήσουν όπλο. Κύριος λόγος ήταν η ανησυχία που ενέπνεε στην κυβέρνηση η στάση των κατοίκων του νησιού πριν από τον πόλεμο. Οι Κρητικοί ήταν βενιζελικοί και κάθε άλλο παρά θετικά διακείμενοι προς το βασιλιά. Από τα Χανιά είχε εξάλλου προέλθει η μοναδική ουσιαστικά αντίσταση κατά της βασιλομεταξικής δικτατορίας, το αντιφασιστικό κίνημα του 1938.
Αλλά και οι Βρετανοί δεν εξόπλισαν και δεν οργάνωσαν τους εθελοντές του άμαχου πληθυσμού σε ομάδες πολιτοφυλακής που θα προέβαλαν κατά αυτόν τον τρόπο πολύ πιο αποτελεσματική αντίσταση κατά της επικείμενης εισβολής. Ο Γιάννης Λιονάκης μαζί με τους άλλους Έλληνες που δούλευαν στα στρατιωτικά οχυρωματικά έργα για τους Βρετανούς – καμιά 150αριά το σύνολο- ζήτησαν να οπλιστούν και να ενταχθούν στη Βρετανική δύναμη που στάθμευε στην περιοχή: «Εμείς του λέω, αφού πέσαν αλεξιπτωτιστές, είμαστε 150 Έλληνες εδώ, θα ενταχθούμε στις μονάδες σας και θα πολεμήσουμε. Και γυρίζει και μου λέει. ‘Όχι’ μου λέει, γιατί; Έχουμε στρατό. Ναι του λέω αλλά εμείς γιατί. Είναι η πατρίδα μας και ο τόπος μας». Τα επανειλημμένα αιτήματα εξοπλισμού τους συναντούν τη σθεναρή άρνηση «κατά τρόπο ειδεχθέστατο», όπως αναφέρει, από τους Βρετανούς, οι οποίοι τους απέπεμψαν. Επιστρέφοντας στα χωριά τους προσπάθησαν να οπλιστούν με κάθε τρόπο. «Εδώ επιστρατευτήκαμε αμέσως και φτιάξαμε ομάδες. Και οι γεροντότεροι και οι αξιωματικοί που υπήρχανε ελέγανε που να πα[με] να πιάσουμε … ήρθανε και χωροφύλακες της Σχολής, νέα παιδιά. Ενωθήκαμε και κάναμε μια δύναμη 200 και παραπάνω και φυλάγαμε».
Οι προσπάθειές τους να εξοπλιστούν συνέχισαν χωρίς αποτέλεσμα: «Την επόμενη μέρα ήταν εδώ στο Νεοχώρι ένα φορτηγό αυτοκίνητο και πήγαμε είχα ένα θείο, ήτανε φρούραρχος στα Χανιά τον είχανε διορίσει. Και πήγαμε εδώ με το φορτηγό, τη νύχτα, να του πούμε μια που έχει το φρουραρχείο να μας φορτώσει το αυτοκίνητο με όπλα. Επήγαμε και μας έλεγε. Δεν είναι δυνατό. Θα μ’ εκτελέσουν. Δεν μπορώ να δώσω. Με έχουνε σφίξει σε τέτοιο σημείο. Φαίνεται και άλλοι από τα Χανιά πήγανε και του ζητούσαν. Τον επαρακαλούσαμε. Δε μας έδωκε»
Ο Γιώργης Κλάδος, μαζί με 40-50 συγχωριανούς του από τα Ανώγεια κίνησαν να πάνε στο Πέραμα για να προσφέρουν όποια υπηρεσία μπορούσαν «άοπλοι με επικεφαλής ένα βρακοφόρο». Εκεί διαπίστωσαν «ότι δεν υπήρχε οργανωμένο μέτωπο από την πλευρά που πηγαίναμε εμείς. Ήταν σκόρπιοι όλοι. Εκεί που είχαμε πάει δεν υπήρχε στρατός ελληνικός για να πολεμάει. Ήταν απλώς οι πολίτες από την περιοχή, άτακτα, χωρίς [να είναι] οργανωμένοι. Την όλη εμπειρία τη χαρακτηρίζει οδυνηρή. Αφηγείται: «εγώ προσωπικά αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχα συγκλονιστεί από την κατάντια της Κρήτης, είχα δηλαδή υποστεί ένα σοκ ψυχολογικό, μόνο ύστερα από πολλές βδομάδες μπόρεσα. Δεν μπορούσα να το διανοηθώ ότι δυνατό ότι θα μπορούσαν να αφήσουν την Κρήτη οι Εγγλέζοι. Διότι αυτοί φταίνε με την ελληνική κυβέρνηση και το Μεταξά. Να την αφήσουν και να την καταλάβουν και με τον τρόπο που την κατέλαβαν.
Η ίδια αίσθηση της αδικίας και της εγκατάλειψης είναι κοινός τόπος στις μαρτυρίες όπως και ότι πολλά θα μπορούσαν να είχαν γίνει για να ενισχυθεί η άμυνα του νησιού. Αφηγείται πάλι ο Κλάδος: «Καταρχήν στην Κρήτη είχαν επιστρατεύσει μέχρι την ηλικία των 31-32. Δηλαδή υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να πολεμήσουν. Πρώτα από όλα μπορούσαν να είχαν φέρει ένα κομμάτι της Μεραρχίας πίσω και δεν το κάμανε. Μπορούσαν να είχαν οργανώσει την άμυνα της Κρήτης και να εξοπλίσουν τον κόσμο. Να κάνανε Τάγματα Πολιτοφυλακής… Αφού για να πάρουνε μέρος στις μάχες στο Ηράκλειο σπάσανε τις αποθήκες , που είχε μαζέψει ο Μεταξάς μετά το κίνημα του 1938, έκανε μια εκστρατεία για να μαζέψει με πατριωτισμό, κάτι λέγανε πώς θα τα κάνουνε και τα λοιπά και τα είχαν στις αποθήκες και δεν τα δίνανε και πήραν οι πολίτες και σπάσαν και πήραν κάτι παλιοτούφεκα χωρίς σφαίρες κτλ. Θέλω να πω υπήρξε πλήρης αδιαφορία και … υπήρχε εγκατάλειψη».
«Αν αυτοί οι ανθρώποι, δεν μπορούσανε γιατί ήτανε ξένοι, αν όμως αυτοί οι ανθρώποι πολεμούσανε, οι Γερμανοί δεν θα πατούσανε ποτέ την Κρήτη», αναφέρει στη μαρτυρία του ο Λιονάκης.
Η Ιστορία όμως δεν είναι επιστήμη των υποθέσεων. Δε θα μάθουμε ποτέ τι θα γινόταν αν το νησί υπερασπιζόταν η 5η Μεραρχία, ή αν είχε οργανωθεί καλύτερα η άμυνα, ή αν είχαν καλυφθεί οι τεράστιες ελλείψεις σε όπλα και πυρομαχικά, αν οπλιζόταν ο Κρητικός λαός και οργανώνονταν σε Εθνική Πολιτοφυλακή. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάκτηση και η Κατοχή της Κρήτης από τους Ναζί και τα σκληρά αντίποινα σε όσους τόλμησαν να αντισταθούν προασπιζόμενοι, τις «πεζούλες» τους.
Αν και η Αντίσταση των αμάχων ήταν περιθωριακή ως προς τις στρατιωτικές εξελίξεις με την έννοια ότι καθώς δεν ήταν οργανωμένη και καλά εξοπλισμένη προκάλεσε μικρές απώλειες στον εχθρό, η σημασία της έγκειται στο ότι δημιουργούσε μία μη αναμενόμενη κατάσταση. Η παρουσία οπλισμένων χωρικών διεύρυνε το εχθρικό πεδίο που περιέβαλε το χώρο της μάχης καθιστώντας τον ανασφαλή ενώ προξενούσε φθορές που δεν είχαν προβλεφθεί σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα
Μέσα από τη Μάχη της Κρήτης αναδεικνύεται ο παράγοντας της αυθόρμητης μαζικής λαϊκής αντίστασης και του παρτιζάνικου αγώνα του Κρητικού λαού. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όπως πολύ σύντομα συνέβη και στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο δάσκαλος υπήρξε ο ίδιος ο λαός που δεν ήταν στρατευμένος, που δεν εκτελούσε διαταγές, που δεν υπηρετούσε ένα προδιαγεγραμμένο στρατιωτικό ή διπλωματικό σχέδιο. «Και ενώ οι Νεοζηλανδοί και οι Αυστραλοί πετούσαν όλα τους τα όπλα και τα εφόδια για να πάνε στα Σφακιά που τους περιμέναν τα καράβια να φύγουνε, αφηγείται ο Λευτέρης Ηλιάκης, ακούσαμε την προσταγή των παλιότερων, μαζέψτε τα γιατί θα χρειαστούνε. Αυτά σε τρεις ημέρες εχαθήκανε. Κρυφτήκανε…. Η ουσία είναι ότι εμείς εμαζέψαμε πολλά όπλα… και μετά όταν άρχισε το αντάρτικο περνούσαμε από κει και τα δίναμε και μετά εβγήκαμε και μεις βέβαια».
Η ένοπλη λαϊκή αντίσταση κατά των επιδρομέων και τα άμεσα θηριώδη αντίποινα των Γερμανών που ακολούθησαν, αποτέλεσαν τη βάση για οργανωμένη και σχεδιασμένη μαχητική Αντίσταση που ακολούθησε.
* H Βασιλική Λάζου είναι δρ Ιστορίας
πηγή: imerodromos.gr